Υπάρχουν ακόμη και περιπτώσεις που η καρδιά σταματάει να πάλλεται για μερικά δευτερόλεπτα, με αποτέλεσμα ο ασθενής να αισθάνεται ζαλάδα, ίλιγγο και στην έσχατη περίπτωση ο ασθενής έχει συγκοπτικό επεισόδιο.
Πώς λειτουργεί ο βηματοδότης;
Ο βηματοδότης είναι μια μικρή συσκευή με μπαταρία και έναν πολύ μικρό υπολογιστή. Στο σύνολό τους αυτές οι δύο μονάδες, τόσο η μπαταρία όσο και ο μικρός υπολογιστής, μπορούν να κάνουν τα εξής:
- παράγουν ηλεκτρικούς παλμούς, οι οποίοι όταν είναι αναγκαίο μεταφέρονται μέσω καλωδίων στην καρδιά και
- παρακολουθούν συνεχώς τον αριθμό και τους παλμούς της καρδιάς κι όταν ο υπολογιστής, τον οποίον τον έχει προγραμματίσει ο θεράπων ιατρός αντιληφθεί, ότι οι παλμοί αυτοί πέφτουν κάτω του επιτρεπτού προγραμματισμένου ορίου τότε δίνει την εντολή αυτοί οι παλμοί, που έχουνε παραχθεί, μέσα στο βηματοδότη να μεταφερθούν στην καρδιά.
Αυτοί οι ηλεκτρικοί παλμοί που μεταφέρονται στην καρδιά έχουν την δυνατότητα να οδηγήσουν σε καρδιακή συστολή, δηλαδή η καρδιά πάλλεται και αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σε περίπτωση ανακοπής, η καρδιά να συνεχίσει να λειτουργεί και σε περίπτωση που οι καρδιακοί παλμοί δεν είναι επαρκείς, τότε ο βηματοδότης τροφοδοτεί με έξτρα παλμούς την καρδιά για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις συνθήκες σωματικής άσκησης.
Πώς γίνεται η τοποθέτηση του βηματοδότη;
Η τοποθέτηση του βηματοδότη γίνεται με τοπική αναισθησία. Μετά την τοπική αναισθησία γίνεται μια μικρή τομή στην περιοχή του ώμου, συνήθως του αριστερού ώμου. Μέσα από αυτή την τομή ο γιατρός βρίσκει την κατάλληλη φλέβα μέσω της οποίας προωθεί τα καλώδια στην καρδιά, είτε ένα καλώδιο είτε δύο, αναλόγως τις ασθένειες και τις αρρυθμίες. Εφόσον έχει γίνει η τοποθέτηση των καλωδίων στην καρδιά, αυτά συνδέονται με το βηματοδότη, ο οποίος τοποθετείται κάτω από το δέρμα στην περιοχή του λιπώδους ιστού και στη συνέχεια η μικρή τομή κλείνει με ενδοδερμική ραφή. Η όλη μικροεπέμβαση διαρκεί από 20 έως 40 λεπτά. Ο ασθενής στη συνέχεια παραμένει στην καρδιολογική μονάδα, όπου ελέγχεται το εγχειρητικό τραύμα, γίνεται ο ακριβής προγραμματισμός του βηματοδότη και την επόμενη μέρα μπορεί να πάει στο σπίτι του.
Υπάρχει εναλλακτική πέραν της τοποθέτησης του βηματοδότη;
Στην περίπτωση της συγκοπής, όπως και στην περίπτωση της βραδυκαρδίας, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πέραν του βηματοδότη. Πριν παρθεί απόφαση για την τοποθέτηση ενός βηματοδότη πρέπει να γίνει εξονυχιστική ανάλυση των συνθηκών του προβλήματος είτε της συγκοπής είτε της βραδυκαρδίας. Στην περίπτωση, όπου δεν υπάρχει αίτιο, το οποίο να μπορεί να αποφευχθεί, όπως π.χ. εάν ο ασθενής παίρνει φάρμακα που οδηγούν σε βραδυκαρδίες ή συγκοπτικά επεισόδια, τα οποία μπορεί να τα σταματήσει, τότε η μόνη λύση είναι η τοποθέτηση του βηματοδότη.
Τι πρέπει να προσέξω μετά την τοποθέτηση του βηματοδότη;
Mέχρι την πλήρη επούλωση του εγχειρητικού τραύματος, η οποία διαρκεί μία με δύο εβδομάδες, δεν πρέπει να επιβαρύνεται πολύ ο συγκεκριμένος ώμος και το συγκεκριμένο χέρι. Καλό είναι να αποφεύγονται κινήσεις του χεριού, οι οποίες οδηγούν σε ανύψωση αυτού πέραν του ώμου. Επίσης, πρέπει να γίνεται συστηματικός καθαρισμός του εγχειρητικού τραύματος για αποφυγή μολύνσεων. Εφόσον περάσουν οι πρώτες δύο εβδομάδες δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη προσοχή. Ο ασθενής πρέπει να πηγαίνει στον θεράποντα ιατρό κάθε 6-12 μήνες προκειμένου να γίνεται έλεγχος του βηματοδότη. Συνήθως, η μπαταρία του βηματοδότη έχει διάρκεια ζωής 6-8 χρόνια.